- εκθέτω
- έκθεσα και εξέθεσα, εκτέθηκα, εκτεθειμένος, μτβ.1. θέτω έξω, τοποθετώ στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο χώρο: Εκτέθηκε το πτώμα για αναγνώριση.2. τοποθετώ προϊόντα φυσικά, βιομηχανικά, καλλιτεχνικά σε ειδική έκθεση: Εκθέτει τους πίνακές του στην αίθουσα «Τέχνη».3. υποβάλλω κάτι στην επίδραση φυσικών η χημικών παραγόντων: Μην εκθέτεις το πρόσωπό σου στον αέρα.4. υποβάλλω σε κίνδυνο κάτι, διακινδυνεύω κάτι, ριψοκινδυνεύω: Είναι ριψοκίνδυνος και εκθέτει τη ζωή του.5. (για πρόσωπα), γίνομαι αιτία να μειωθεί κάποιος ηθικά, τον διασύρω: Εξέθεσε πολλά κορίτσια.6. κάνω τα αποκαλυπτήρια, αποκαλύπτω.7. μτφ., αφηγούμαι κάτι παραστατικά και με λεπτομέρειες, εξιστορώ: Ο συγγραφέας εκθέτει τα γεγονότα αντικειμενικά.8. φρ., «Eκθέτω βρέφος», εγκαταλείπω κρυφά βρέφος σε ερημικό μέρος (έκθετο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.